- τρεισκαιδεκαταίας
- τρεισκαιδεκαταίᾱς , τρεισκαιδεκαταῖοςon the thirteenth dayfem acc plτρεισκαιδεκαταίᾱς , τρεισκαιδεκαταῖοςon the thirteenth dayfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.